Возлюбленный στα ελληνικά
Μετάφραση: возлюбленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαπημένος, αγαπώ, σπιθοβολώ, εραστής, αγάπη, έρωτας, γκόμενος, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возлюбить στα ελληνικά - έρωτας, αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
- возлюбленная στα ελληνικά - βράγχιο, κορίτσι, κυρία, αγαπημένος, αγαπημένη, γλυκιά μου, τον αγαπημένο, ...
- возмездие στα ελληνικά - πληρωμή, ανταπόδοση, ποινή, αντίποινα, αντεκδίκηση, εκδίκηση, πρόστιμο, ...
- возместить στα ελληνικά - εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αμοιβή, αποζημιώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Возлюбленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαπημένος, αγαπώ, σπιθοβολώ, εραστής, αγάπη, έρωτας, γκόμενος, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη
Μεταφράσεις: αγαπημένος, αγαπώ, σπιθοβολώ, εραστής, αγάπη, έρωτας, γκόμενος, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη