Γκόμενος στα ρωσικά
Μετάφραση: γκόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возлюбленный, дружок, парень, друг, бойфренд, парнем
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γκόμενος
γκόμενος ουρανίας μιχαλολιάκου, γκόμενος ετυμολογία, γκόμενος λεξικό γλώσσας ρωσικά, γκόμενος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- γκρινιάρης στα ρωσικά - недовольство, ворчать, брюзга, ворчливый, жалующийся, злюка, раздражительный, ...
- γκόμενα στα ρωσικά - дитя, старуха, цыпленок, птенец, куриных, Чик, куриного
- γλάρος στα ρωσικά - чайка, чайки, чаек, чайкой
- γλίστρημα στα ρωσικά - буксовать, буксовка, смещение, сунуть, пододеяльник, ляпсус, скольжение, ...
Τυχαίες λέξεις
Γκόμενος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: возлюбленный, дружок, парень, друг, бойфренд, парнем
Μεταφράσεις: возлюбленный, дружок, парень, друг, бойфренд, парнем