Возможный στα ελληνικά
Μετάφραση: возможный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδεχόμενος, αληθοφανής, εφικτός, νοητός, εύσχημος, αυθεντικός, τάση, γήινος, πιθανότητα, πιθανόν, μάλλον, επιρρεπής, γνήσιος, πιθανά, κατάλληλος, πιθανός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возможно στα ελληνικά - μπορεί, ίσως, ενδεχομένως, ίσως και, ίσως να
- возможность στα ελληνικά - τοποθεσία, κύρος, θέση, τύχη, βαλίτσα, ενδεχόμενο, υπόθεση, ...
- возмужалость στα ελληνικά - ωριμότητα, ανδρισμός, ανδρική ηλικία, ανδρισμό, ανδρισμού, τον ανδρισμό
- возмужалый στα ελληνικά - ωριμάζω, ώριμος, μεστός, μεστώνω, καλλιεργούνται-up, ώριμο, ενήλικα, ...
Τυχαίες λέξεις
Возможный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδεχόμενος, αληθοφανής, εφικτός, νοητός, εύσχημος, αυθεντικός, τάση, γήινος, πιθανότητα, πιθανόν, μάλλον, επιρρεπής, γνήσιος, πιθανά, κατάλληλος, πιθανός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
Μεταφράσεις: ενδεχόμενος, αληθοφανής, εφικτός, νοητός, εύσχημος, αυθεντικός, τάση, γήινος, πιθανότητα, πιθανόν, μάλλον, επιρρεπής, γνήσιος, πιθανά, κατάλληλος, πιθανός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν