Волшебство στα ελληνικά
Μετάφραση: волшебство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγεία, αίγλη, μαγικός, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волшебница στα ελληνικά - νεράιδα, γόησσα, μάγισσα, enchantress, σαγηνεύτρα, μάγισσα την
- волшебный στα ελληνικά - μαγικός, μαγεία, χαριτωμένος, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
- волынить στα ελληνικά - λάσκος, σημαίνω, χαλαρός, καθυστέρηση, βαθμός, αργοκίνητος, σημειώνω, ...
- волынка στα ελληνικά - πίπα, αυλός, σωλήνας, γκάιντα, γκάιντες, bagpipes, οι γκάιντες, ...
Τυχαίες λέξεις
Волшебство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγεία, αίγλη, μαγικός, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
Μεταφράσεις: μαγεία, αίγλη, μαγικός, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας