Воровать στα ελληνικά
Μετάφραση: воровать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφετερίζομαι, λεηλατώ, μπριζόλα, απάγω, κλοπή, κλέβω, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Μεταφράσεις
- воровато στα ελληνικά - thievishly
- вороватый στα ελληνικά - κλεφτός, ύπουλος, κρυφός, κλεφτικός, κλεπτικός, λωποδυτικός
- воровка στα ελληνικά - κλέφτης, κλέφτη, ληστής, ληστή, κλέπτης
- воровски στα ελληνικά - κρυφά, στα κρυφά, κλεφτά, κρυφά για, με μυστικοπάθεια
Τυχαίες λέξεις
Воровать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, λεηλατώ, μπριζόλα, απάγω, κλοπή, κλέβω, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, λεηλατώ, μπριζόλα, απάγω, κλοπή, κλέβω, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν