Ворог στα ελληνικά

Μετάφραση: ворог, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχθρός, vorog
Ворог στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воровской στα ελληνικά - κλέφτες, τους κλέφτες, κλεφτών, οι κλέφτες, ληστές
  • воровство στα ελληνικά - κλοπή, κλοπής, την κλοπή, της κλοπής, κλοπές
  • ворожба στα ελληνικά - μαντοσύνη, μαντεία, μαντική, μαντείας, μαγικά, μαντικής
  • ворожея στα ελληνικά - μάντισσα, μάντης, μέντιουμ, μάντη
Τυχαίες λέξεις
Ворог στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχθρός, vorog