Воскрешать στα ελληνικά
Μετάφραση: воскрешать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαναζωντανεύω, υψώνω, αναβιώνω, αναζωογονώ, αναστηλώνω, νεκρανασταίνω, σηκώνω, ανατρέφω, ανασταίνω, αναστήσει, αναστηθεί, αναστήσω, αναστήσει την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воскресить στα ελληνικά - σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, αναστηλώνω, να, για να, σε, ...
- воскресный στα ελληνικά - Κυριακή, Κυριακής, της Κυριακής, την Κυριακή
- воскрешение στα ελληνικά - ανάσταση, αναγέννηση, αναβίωση, αναζωογόνηση, επιστροφή, ανάστασης, την ανάσταση, ...
- воспаление στα ελληνικά - φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
Τυχαίες λέξεις
Воскрешать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαναζωντανεύω, υψώνω, αναβιώνω, αναζωογονώ, αναστηλώνω, νεκρανασταίνω, σηκώνω, ανατρέφω, ανασταίνω, αναστήσει, αναστηθεί, αναστήσω, αναστήσει την
Μεταφράσεις: ξαναζωντανεύω, υψώνω, αναβιώνω, αναζωογονώ, αναστηλώνω, νεκρανασταίνω, σηκώνω, ανατρέφω, ανασταίνω, αναστήσει, αναστηθεί, αναστήσω, αναστήσει την