Воспрепятствовать στα ελληνικά
Μετάφραση: воспрепятствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλαβαίνω, παρακωλύω, ένσταση, παρεμποδίζω, αποτρέπω, περιορίζω, εμποδίζω, κωλυσιεργώ, αποκλείω, αποθαρρύνω, δυσχεραίνω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воспользоваться στα ελληνικά - αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, χρησιμοποιώ, κατάσχω, καταλαμβάνω, χρήση, να επωφεληθούν από, ...
- воспоминание στα ελληνικά - ανάμνηση, μνήμη, αναδρομή, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
- воспретить στα ελληνικά - αποκρύπτω, αποκλεισμός, μπαρ, καταστέλλω, εμποδίζω, κάγκελο, αρνησικυρία, ...
- воспрещать στα ελληνικά - απαγορεύω, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Воспрепятствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλαβαίνω, παρακωλύω, ένσταση, παρεμποδίζω, αποτρέπω, περιορίζω, εμποδίζω, κωλυσιεργώ, αποκλείω, αποθαρρύνω, δυσχεραίνω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις: προλαβαίνω, παρακωλύω, ένσταση, παρεμποδίζω, αποτρέπω, περιορίζω, εμποδίζω, κωλυσιεργώ, αποκλείω, αποθαρρύνω, δυσχεραίνω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει