Врать στα ελληνικά

Μετάφραση: врать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μιλώ, κείμαι, ομιλία, φλοιός, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Врать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • врастяжку στα ελληνικά - διαμέρισμα, επίπεδος, σε πλήρες μήκος
  • вратарь στα ελληνικά - τερματοφύλακας, τερματοφύλακα, αντίπαλο τερματοφύλακα, τον τερματοφύλακα
  • врач στα ελληνικά - γιατρός, ιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
  • врач-консультант στα ελληνικά - εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων
Τυχαίες λέξεις
Врать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μιλώ, κείμαι, ομιλία, φλοιός, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα