Всплеск στα ελληνικά
Μετάφραση: всплеск, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιτσιλίζω, πιτσιλάω, πλατσουρίζω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, σταγονίδια
Μεταφράσεις
- вспенить στα ελληνικά - αφρίζω, αφρός, αφρού, αφρό, αφρώδες, αφρώδους
- вспениться στα ελληνικά - αφρίζω, αφρός, αφρού, αφρό, αφρίσματος, αφρώδους κρέμας
- всплескивать στα ελληνικά - πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, συνδετήρες, πόρπες, άγκιστρα, αγκράφες, ...
- всплеснуть στα ελληνικά - πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, πιτσιλάω, κάνω εμετό, εξεμώ, ξερνώ, εμετό, ...
Τυχαίες λέξεις
Всплеск στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιτσιλίζω, πιτσιλάω, πλατσουρίζω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, σταγονίδια
Μεταφράσεις: πιτσιλίζω, πιτσιλάω, πλατσουρίζω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, σταγονίδια