Встряска στα ελληνικά

Μετάφραση: встряска, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάλος, σαλεύω, κρούση, κραδασμός, κουνώ, σοκ, αναταραχή, αιφνίδια αναδιοργάνωση, ταράξει, ταράξει τα
Встряска στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • встроенный στα ελληνικά - εντοιχισμένος, εφαρμοστός, ενσωματωμένο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένου
  • встроить στα ελληνικά - μπόι, χτίζω, ανάστημα, κορμοστασιά, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, ...
  • встряхивание στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
  • встряхивать στα ελληνικά - τραντάζω, κουνώ, σαλεύω, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Встряска στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάλος, σαλεύω, κρούση, κραδασμός, κουνώ, σοκ, αναταραχή, αιφνίδια αναδιοργάνωση, ταράξει, ταράξει τα