Выведывать στα ελληνικά
Μετάφραση: выведывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, επιφέρω, βγάζω, κουνάβι, ξετρυπώσουμε, ξετρυπώσει, κουνάβι από, ασφαλή έρευνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выварка στα ελληνικά - καταγωγή, εξάτμιση, εξαγωγή, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- выведение στα ελληνικά - αναπαραγωγή, τρέφω, επίπτωση, τέλος, συνέπεια, λήξη, συμπέρασμα, ...
- вывезти στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, εξαγωγή, εξάγω, μετακομίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, ...
- выверенный στα ελληνικά - προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, αναπροσαρμοσμένη, προσαρμοσμένης, προσαρμοσμένου
Τυχαίες λέξεις
Выведывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, επιφέρω, βγάζω, κουνάβι, ξετρυπώσουμε, ξετρυπώσει, κουνάβι από, ασφαλή έρευνα
Μεταφράσεις: αποσπώ, επιφέρω, βγάζω, κουνάβι, ξετρυπώσουμε, ξετρυπώσει, κουνάβι από, ασφαλή έρευνα