Выветрившийся στα ελληνικά
Μετάφραση: выветрившийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαθρός, χάλια, σαπρός, σαπισμένος, διαβρωμένες, ξεπερασμένο, ξεπεράσει, ξεπερασμένης, αντιμετώπισε
Μεταφράσεις
- выветриваться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διαβρώνοντας, διάβρωση, διάβρωσης, διαβρωτική, ...
- выветривающий στα ελληνικά - διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
- выветрить στα ελληνικά - ενοικιάζομαι, αφήνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
- вывешивать στα ελληνικά - πόστο, δοκάρι, ταχυδρομώ, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, ...
Τυχαίες λέξεις
Выветрившийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαθρός, χάλια, σαπρός, σαπισμένος, διαβρωμένες, ξεπερασμένο, ξεπεράσει, ξεπερασμένης, αντιμετώπισε
Μεταφράσεις: σαθρός, χάλια, σαπρός, σαπισμένος, διαβρωμένες, ξεπερασμένο, ξεπεράσει, ξεπερασμένης, αντιμετώπισε