Вызвать στα ελληνικά
Μετάφραση: вызвать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, κλήση, τηλεφωνώ, αιτία, ξεσηκώνω, καλώ, σκοπός, στέλνω, προξενώ, διεγείρω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выжлец στα ελληνικά - κυνηγώ, καταδιώκω, σκύλος, vyzhlets
- выжлятник στα ελληνικά - μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, vyzhlyatnik
- вызволить στα ελληνικά - απαλλάσσω, βοηθός, εξαγοράζω, αθωώνω, βοήθεια, αυτεξούσιος, αποκτώ, ...
- вызволять στα ελληνικά - αυτεξούσιος, απαλλάσσω, βοήθεια, βοηθός, επικουρία, δωρεάν, εξαγοράζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Вызвать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, κλήση, τηλεφωνώ, αιτία, ξεσηκώνω, καλώ, σκοπός, στέλνω, προξενώ, διεγείρω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Μεταφράσεις: προκαλώ, κλήση, τηλεφωνώ, αιτία, ξεσηκώνω, καλώ, σκοπός, στέλνω, προξενώ, διεγείρω, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος