Выкачать στα ελληνικά
Μετάφραση: выкачать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλία, φουσκώνω, εκβιάζω, τρόμπα, υποτιμώ, ξεφουσκώσει, ξεφουσκώνουν, επιτευχθεί ο αποπληθωρισμός, ο αποπληθωρισμός
Μεταφράσεις
- выкармливать στα ελληνικά - αναστηλώνω, βάγια, ανατρέφω, νοσοκόμα, υψώνω, τροφαντός, παχουλός, ...
- выкатывать στα ελληνικά - ρόδα, τροχός, ανοίγουμε, αναπτύξουν, επεκτείνει σταδιακά, να επεκτείνει σταδιακά, της τροχοδρόμησης
- выкачивать στα ελληνικά - αντλία, βρύση, εκβιάζω, παρακεντώ, στραγγίζω, τρόμπα, φουσκώνω, ...
- выкашливать στα ελληνικά - βήχω, βήχας, φτύνω, βήχετε, να φτύνω, απεκκρίνει με το βήχα, ο βήχας επάνω
Τυχαίες λέξεις
Выкачать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλία, φουσκώνω, εκβιάζω, τρόμπα, υποτιμώ, ξεφουσκώσει, ξεφουσκώνουν, επιτευχθεί ο αποπληθωρισμός, ο αποπληθωρισμός
Μεταφράσεις: αντλία, φουσκώνω, εκβιάζω, τρόμπα, υποτιμώ, ξεφουσκώσει, ξεφουσκώνουν, επιτευχθεί ο αποπληθωρισμός, ο αποπληθωρισμός