Вынимать στα ελληνικά

Μετάφραση: вынимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίρνω, πεζεύω, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
Вынимать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вынести στα ελληνικά - αντέχω, λαμβάνω, υπομένω, αποκτώ, εμμένω, παίρνω, απορροφώ, ...
  • вынестись στα ελληνικά - βέλος, ξεπετάγομαι, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
  • вынос στα ελληνικά - απώλεια, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
  • выноситься στα ελληνικά - βέλος, ξεπετάγομαι, επιβάλλονται, που επιβάλλονται, επέβαλε, επιβληθεί, επιβλήθηκε
Τυχαίες λέξεις
Вынимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίρνω, πεζεύω, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει