Выпаливать στα ελληνικά
Μετάφραση: выпаливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλαστός, φωτιά, πυρκαγιά, εκτινάσσω, πυροβολώ, φλόγες, απολύω, λαχανιάζω, παντελόνι, παντελονιού, παντελονάκι, εσώρουχο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпадать στα ελληνικά - έρχομαι, πέσουν έξω, να πέσουν έξω, πέσει έξω, πέφτουν έξω, πέφτουν
- выпадение στα ελληνικά - εκπίπτω, πέφτω, πτώση, νέφος, επίπτωση, ραδιενεργό τέφρα, ραδιενεργός επίπτωση, ...
- выпалить στα ελληνικά - φωτιά, πυρκαγιά, βλαστός, απολύω, έρχομαι, εκτινάσσω, πυροβολώ, ...
- выпалывать στα ελληνικά - ζιζάνιο, αγριόχορτο, ζιζανίων, των ζιζανίων, ζιζανίου
Τυχαίες λέξεις
Выпаливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλαστός, φωτιά, πυρκαγιά, εκτινάσσω, πυροβολώ, φλόγες, απολύω, λαχανιάζω, παντελόνι, παντελονιού, παντελονάκι, εσώρουχο
Μεταφράσεις: βλαστός, φωτιά, πυρκαγιά, εκτινάσσω, πυροβολώ, φλόγες, απολύω, λαχανιάζω, παντελόνι, παντελονιού, παντελονάκι, εσώρουχο