Выпаривание στα ελληνικά
Μετάφραση: выпаривание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατμός, αχνίζω, αποφοίτηση, εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
Μεταφράσεις
- выпалить στα ελληνικά - φωτιά, πυρκαγιά, βλαστός, απολύω, έρχομαι, εκτινάσσω, πυροβολώ, ...
- выпалывать στα ελληνικά - ζιζάνιο, αγριόχορτο, ζιζανίων, των ζιζανίων, ζιζανίου
- выпаривать στα ελληνικά - βράζω, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
- выпарить στα ελληνικά - εξατμίζομαι, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
Τυχαίες λέξεις
Выпаривание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατμός, αχνίζω, αποφοίτηση, εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
Μεταφράσεις: ατμός, αχνίζω, αποφοίτηση, εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση