Ατμός στα ρωσικά
Μετάφραση: ατμός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пара, пар, выпаривание, Паровая, паровой, паром
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατμός
ατμός παυλόπουλος, υπέρθερμοσ ατμόσ, κορεσμένος ατμός, λέβητες ατμός, υγρός ατμός, ατμός λεξικό γλώσσας ρωσικά, ατμός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ατζαμής στα ρωσικά - труднопреодолимый, аляповатый, нескладный, тот, неловкий, пиковый, новичок, ...
- ατημέλητος στα ρωσικά - неряшливый, беспорядочный, неопрятный, грязный, замурзанный, безалаберный, в, ...
- ατμόσφαιρα στα ρωσικά - звук, стюардесса, облик, тушевать, выветривать, мелодия, атмосфера, ...
- ατολμία στα ρωσικά - стеснительность, боязливость, робость, стыдливость, застенчивость, дикость, неуверенность в себе, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατμός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пара, пар, выпаривание, Паровая, паровой, паром
Μεταφράσεις: пара, пар, выпаривание, Паровая, паровой, паром