Выплывать στα ελληνικά
Μετάφραση: выплывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροή, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, ρέω, σπάζω, ανασύρεις, τα ψάρια έξω, ψάρια έξω, ψάρι έξω, ψαρέψουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выплаченный στα ελληνικά - καταβάλλεται, που καταβάλλονται, καταβάλλονται, καταβληθεί, καταβλήθηκε
- выплачивать στα ελληνικά - απαλλάσσω, πληρωμή, πληρώνω, αθωώνω, εξαγοράζω, πληρώσει, καταβάλει, ...
- выполаскивать στα ελληνικά - ξεπλένω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε
- выползать στα ελληνικά - μπουσουλάω, σύρσιμο, σύρομαι, λαμπυρίζουν, λαμπυρίζουν στον
Τυχαίες λέξεις
Выплывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροή, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, ρέω, σπάζω, ανασύρεις, τα ψάρια έξω, ψάρια έξω, ψάρι έξω, ψαρέψουμε
Μεταφράσεις: ροή, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, ρέω, σπάζω, ανασύρεις, τα ψάρια έξω, ψάρια έξω, ψάρι έξω, ψαρέψουμε