Выправлять στα ελληνικά
Μετάφραση: выправлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαίωμα, σωστός, επανορθώνω, διορθώνω, επισκευάζω, δεξιός, αποκαθιστώ, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выправиться στα ελληνικά - δεξιός, σωστός, γίνομαι, αρμόζω, δικαίωμα, ισιώνω, ισιώσει, ...
- выправка στα ελληνικά - σχέση, στάση, έδρανο, βαγόνι, ποζάρω, άμαξα, πόζα, ...
- выправляться στα ελληνικά - δικαίωμα, αρμόζω, σωστός, δεξιός, γίνομαι, ισιώνω, ισιώσει, ...
- выпрашивать στα ελληνικά - βρύση, παρακεντώ, ικετεύω, παρακαλώ, Beg, επαιτούν, ικετεύστε
Τυχαίες λέξεις
Выправлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαίωμα, σωστός, επανορθώνω, διορθώνω, επισκευάζω, δεξιός, αποκαθιστώ, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
Μεταφράσεις: δικαίωμα, σωστός, επανορθώνω, διορθώνω, επισκευάζω, δεξιός, αποκαθιστώ, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή