Выручка στα ελληνικά
Μετάφραση: выручка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοήθεια, επικουρία, βοηθός, αρωγή, βοηθώ, απολαβή, διασώζω, βοήθημα, διάσωση, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выругаться στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, ορκίζομαι, καταριέμαι, ραπ, rap, ραπάρω, ...
- выручать στα ελληνικά - διάσωση, ανακουφίζω, φέρνω, διασώζω, ξαλαφρώνω, διάσωσης, τη διάσωση, ...
- вырывать στα ελληνικά - αποσπώ, σκίζω, νύξη, στραμπουλίζω, σκάβω, σαρκασμός, δάκρυ, ...
- вырываться στα ελληνικά - διάλειμμα, σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Выручка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοήθεια, επικουρία, βοηθός, αρωγή, βοηθώ, απολαβή, διασώζω, βοήθημα, διάσωση, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Μεταφράσεις: βοήθεια, επικουρία, βοηθός, αρωγή, βοηθώ, απολαβή, διασώζω, βοήθημα, διάσωση, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που