Вырывать στα ελληνικά
Μετάφραση: вырывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, σκίζω, νύξη, στραμπουλίζω, σκάβω, σαρκασμός, δάκρυ, σχίζω, κέντρισμα, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выручать στα ελληνικά - διάσωση, ανακουφίζω, φέρνω, διασώζω, ξαλαφρώνω, διάσωσης, τη διάσωση, ...
- выручка στα ελληνικά - βοήθεια, επικουρία, βοηθός, αρωγή, βοηθώ, απολαβή, διασώζω, ...
- вырываться στα ελληνικά - διάλειμμα, σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, ...
- высадить στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, ξεσπώ, ξέσπασμα, έκρηξη, γη, γης, ...
Τυχαίες λέξεις
Вырывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, σκίζω, νύξη, στραμπουλίζω, σκάβω, σαρκασμός, δάκρυ, σχίζω, κέντρισμα, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
Μεταφράσεις: αποσπώ, σκίζω, νύξη, στραμπουλίζω, σκάβω, σαρκασμός, δάκρυ, σχίζω, κέντρισμα, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει