Выслеживать στα ελληνικά

Μετάφραση: выслеживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίχνος, υπόλειμμα, μονοπάτι, σημειώνω, βαθμός, κατάσκοπος, πίστα, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, κατασκοπεύω, σημαίνω, ίχνη, τροχιά, κομμάτι, τροχιάς, κομματιού
Выслеживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выследить στα ελληνικά - φυγαδεύω, μονοπάτι, πίστα, λιμάνι, φωλιάζω, ίχνη, εντοπίσουμε, ...
  • выслеживание στα ελληνικά - μονοπάτι, πίστα, ίχνη, ιχνηλασία, εντοπισμό, τον εντοπισμό, εντοπισμού, ...
  • выслуживать στα ελληνικά - προκρίνομαι, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
  • выслуживаться στα ελληνικά - αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
Τυχαίες λέξεις
Выслеживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίχνος, υπόλειμμα, μονοπάτι, σημειώνω, βαθμός, κατάσκοπος, πίστα, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, κατασκοπεύω, σημαίνω, ίχνη, τροχιά, κομμάτι, τροχιάς, κομματιού