Выслуживать στα ελληνικά

Μετάφραση: выслуживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκρίνομαι, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
Выслуживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выслеживание στα ελληνικά - μονοπάτι, πίστα, ίχνη, ιχνηλασία, εντοπισμό, τον εντοπισμό, εντοπισμού, ...
  • выслеживать στα ελληνικά - ίχνος, υπόλειμμα, μονοπάτι, σημειώνω, βαθμός, κατάσκοπος, πίστα, ...
  • выслуживаться στα ελληνικά - αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
  • выслужить στα ελληνικά - προβαίνω, υπηρετώ, προχωρώ, πρόοδος, προκαταβάλλω, και να αποκτήσουν, και να αποκτήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Выслуживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού