Высокий στα ελληνικά
Μετάφραση: высокий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ψιλή, πρόστιμο, ισχυρός, αίθριος, φίνος, ψηλός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высовывать στα ελληνικά - μπήγω, προωθώ, ώθηση, εξέχω, προάγω, σπρώξιμο, χωμένος, ...
- высовываться στα ελληνικά - κουτουλώ, εξέχω, σπρώξιμο, σπρώχνω, προεξέχουν, προεξέχει, να προεξέχουν, ...
- высоко στα ελληνικά - ψηλός, ψηλά, υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
- высоковольтный στα ελληνικά - υψηλής τάσης, υψηλής τάσεως, υψηλού δυναμικού, ρεύματος υψηλής τάσης
Τυχαίες λέξεις
Высокий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ψιλή, πρόστιμο, ισχυρός, αίθριος, φίνος, ψηλός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Μεταφράσεις: οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ψιλή, πρόστιμο, ισχυρός, αίθριος, φίνος, ψηλός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό