Вычислять στα ελληνικά

Μετάφραση: вычислять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογαριάζω, υπολογίζω, αριθμός, πρόσωπο, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
Вычислять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вычислить στα ελληνικά - λογαριάζω, υπολογίζω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει
  • вычисляемый στα ελληνικά - υπολογιστική, υπολογιστικές, υπολογιστικών, υπολογιστικής, υπολογιστικό
  • вычистить στα ελληνικά - εκκενώνω, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
  • вычитаемое στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, αφαιρετέος
Τυχαίες λέξεις
Вычислять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογαριάζω, υπολογίζω, αριθμός, πρόσωπο, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, υπολογίζει