Выщелачивать στα ελληνικά

Μετάφραση: выщелачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, απόκρημνος, εκλυθεί, έκπλυσης, εκχύλισης, έκπλυση, απόπλυση
Выщелачивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вышколенный στα ελληνικά - εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
  • вышколить στα ελληνικά - σχολείο, εκπαιδεύονται
  • выщербить στα ελληνικά - στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, βαθούλωμα, προεξοχή, πριονίζω, οδοντώ, οδόντωμα, ...
  • выщерблять στα ελληνικά - βαθούλωμα, στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, vyscherblyat
Τυχαίες λέξεις
Выщелачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, απόκρημνος, εκλυθεί, έκπλυσης, εκχύλισης, έκπλυση, απόπλυση