Гибкий στα ελληνικά

Μετάφραση: гибкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκαμπτος, ευλύγιστος, σπαθάτος, πλαστικός, πλαδαρός, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Гибкий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гибельный στα ελληνικά - ουσιώδης, άσχημος, ζωτικός, θανατηφόρος, καταστροφικός, ολέθριος, κακός, ...
  • гибискус στα ελληνικά - είδος μολόχας, υβίσκος, ιβίσκου, ιβίσκο, ιβίσκους
  • гибко στα ελληνικά - εύκαμπτα, ευελιξία, ευέλικτα, με ευελιξία, ευέλικτο
  • гибкость στα ελληνικά - ευκολία, ευλυγισία, ευκαμψία, ευχέρεια, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ...
Τυχαίες λέξεις
Гибкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκαμπτος, ευλύγιστος, σπαθάτος, πλαστικός, πλαδαρός, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο