Гониометр στα ελληνικά
Μετάφραση: гониометр, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιρογνωμόνιο, γωνιόμετρο, γωνιομέτρου, γωνιόμετρο να, γωνιόμετρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гонец στα ελληνικά - αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, κήρυκας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, ...
- гонимый στα ελληνικά - οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
- гонитель στα ελληνικά - διώκτης, διώκτη, διώξεων, διώκοντα, των διώξεων
- гонка στα ελληνικά - σπεύδω, βιάζομαι, βιασύνη, ορμή, οδηγώ, τρέχω, ράτσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Гониометр στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιρογνωμόνιο, γωνιόμετρο, γωνιομέτρου, γωνιόμετρο να, γωνιόμετρου
Μεταφράσεις: μοιρογνωμόνιο, γωνιόμετρο, γωνιομέτρου, γωνιόμετρο να, γωνιόμετρου