Громовой στα ελληνικά
Μετάφραση: громовой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντριπτικός, εκκωφαντικός, θυελλώδης, κεραυνοβόλος, βροντερό, εκκωφαντικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- громкоголосый στα ελληνικά - κραυγαλέος, ηχηρή, κραυγαλέα, θορυβώδη, θορυβώδους
- громкость στα ελληνικά - ποσότητα, φωνή, όγκος, ένταση, όγκο, όγκου
- громогласно στα ελληνικά - δυνατά, μεγαλόφωνα, μεγαλοφώνως
- громогласный στα ελληνικά - ανοικτός, βροντερός, ηχηρός, ανοίγω, βροντόφωνος, εγκαινιάζω, πλέον, ...
Τυχαίες λέξεις
Громовой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντριπτικός, εκκωφαντικός, θυελλώδης, κεραυνοβόλος, βροντερό, εκκωφαντικό
Μεταφράσεις: συντριπτικός, εκκωφαντικός, θυελλώδης, κεραυνοβόλος, βροντερό, εκκωφαντικό