Группировать στα ελληνικά

Μετάφραση: группировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Группировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • группа στα ελληνικά - παρέα, κύκλος, φουρνιά, τοποθετώ, όχλος, αγέλη, υπάγω, ...
  • группирование στα ελληνικά - φατρία, καλοφαγάς, ομαδοποίηση, ομάδα, ομίλου, όμιλος, ομάδας
  • группировка στα ελληνικά - όμιλος, σύμπλεγμα, ομάδα, φατρία, συγκρότημα, ομαδοποίηση, ομίλου, ...
  • групповой στα ελληνικά - ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Τυχαίες λέξεις
Группировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας