Грязнить στα ελληνικά
Μετάφραση: грязнить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαρίζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, λέρα, grime, βρωμιά, λίπη, βρομιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- грязевик στα ελληνικά - βόθρος, λάκκος, φρεάτιο, κάρτερ, το φρεάτιο
- грязи στα ελληνικά - ιλύς, βόρβορος, λάσπη, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες
- грязниться στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, μολύνει τον εαυτό του, μολύνει τον εαυτό, να μολύνει τον εαυτό
- грязно στα ελληνικά - dirtily
Τυχαίες λέξεις
Грязнить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, λέρα, grime, βρωμιά, λίπη, βρομιά
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, λέρα, grime, βρωμιά, λίπη, βρομιά