Давний στα ελληνικά

Μετάφραση: давний, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, απομακρυσμένος, γέρος, παλαιός, απόμακρος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Давний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • давка στα ελληνικά - συρρέω, κολοκύθι, πρεσάρω, πλήθος, πατικώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ...
  • давление στα ελληνικά - άγχος, στύβω, τονίζω, ένταση, εφαρμογή, επιβολή, ζουλώ, ...
  • давнишний στα ελληνικά - παρελθόν, γέρος, περασμένος, παλαιός, γέρικος, μακροχρόνιος, μακροχρόνια, ...
  • давно στα ελληνικά - πριν, μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Τυχαίες λέξεις
Давний στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, απομακρυσμένος, γέρος, παλαιός, απόμακρος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά