Дезертировать στα ελληνικά

Μετάφραση: дезертировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστατώ, ελάττωμα, έρημος, έρημο, ερήμου, της ερήμου, στην έρημο
Дезертировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дезактивация στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, απορρύπανσης, την απολύμανση, απορρύπανση
  • дезертир στα ελληνικά - φυγόδικος, φυγάς, λιποτάκτης, λιποτάκτη, αποστάτη, deserter, λιποτάκτη που
  • дезертирство στα ελληνικά - αποσκίρτηση, αποστασία, λιποταξία, εγκατάλειψη, λιποταξίας, εγκατάλειψης, ερήμωση
  • дезинтегратор στα ελληνικά - αποσυνθέτων, αποσυνθετή, αποσαθρωτής, αποσαθρωτή, αποσαθρωτού
Τυχαίες λέξεις
Дезертировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστατώ, ελάττωμα, έρημος, έρημο, ερήμου, της ερήμου, στην έρημο