Дефицитный στα ελληνικά

Μετάφραση: дефицитный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάνιος, σπάνιων, σπανίζουν, ανεπαρκεία, σπάνιο
Дефицитный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дефис στα ελληνικά - συντρίβω, τρέχω, ραντίζω, ενωτικό, παύλα, παύλας, ενωτικού, ...
  • дефицит στα ελληνικά - σπανιότητα, χάσμα, έλλειψη, αποστατώ, κενό, ελάττωμα, έλλειμμα, ...
  • дефлектор στα ελληνικά - εκτροπέας, εκτροπέα, εκτροπής, εκτροπέως, του εκτροπέα
  • дефляционный στα ελληνικά - αποπληθωριστικές, αποπληθωριστική, αποπληθωρισμού, αντιπληθωριστικές, αποπληθωριστικών
Τυχαίες λέξεις
Дефицитный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάνιος, σπάνιων, σπανίζουν, ανεπαρκεία, σπάνιο