Деятельный στα ελληνικά

Μετάφραση: деятельный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απασχολημένος, ενεργός, συνταρακτικός, ακμαίος, δραστήριος, ζωντανός, ενεργητικός, μένω, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Деятельный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • деятель στα ελληνικά - πρόσωπο, πολιτικός, αριθμός, μεσίτης, προσωπικότητα, παράγων, πράκτορας, ...
  • деятельность στα ελληνικά - εργασία, κίνημα, δράση, ασχολία, κίνηση, επενέργεια, καριέρα, ...
  • джаггернаут στα ελληνικά - τριαξονικό, juggernaut, μεγαθήριο, κολοσσό, λαίλαπας
  • джаз στα ελληνικά - τζαζ, jazz, της τζαζ, την τζαζ
Τυχαίες λέξεις
Деятельный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απασχολημένος, ενεργός, συνταρακτικός, ακμαίος, δραστήριος, ζωντανός, ενεργητικός, μένω, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών