Длинный στα ελληνικά
Μετάφραση: длинный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτισχνος, ψηλόλιγνος, ψηλός, μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- длинноты στα ελληνικά - longueurs
- длинношерстный στα ελληνικά - μακρυμάλλης, μακριά μαλλιά, μακρυμάλλη, μακρύ τρίχωμα, μακρυμάλλες
- длительно στα ελληνικά - protractedly
- длительность στα ελληνικά - διάρκεια, μήκος, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
Τυχαίες λέξεις
Длинный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτισχνος, ψηλόλιγνος, ψηλός, μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Μεταφράσεις: κάτισχνος, ψηλόλιγνος, ψηλός, μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς