Добиться στα ελληνικά
Μετάφραση: добиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκτώ, προμηθεύομαι, απολαβή, κατορθώνω, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
Μεταφράσεις
- добиваться στα ελληνικά - ψάχνω, κατορθώνω, κοπιαστικός, χτυπώ, πασχίζω, πολύμοχθος, αναζητώ, ...
- добираться στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, φτάνω, φθάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, ...
- доблестно στα ελληνικά - doughtily
- доблестный στα ελληνικά - επίφοβος, γενναίος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, γενναίο, γενναίες
Τυχαίες λέξεις
Добиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκτώ, προμηθεύομαι, απολαβή, κατορθώνω, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
Μεταφράσεις: αποκτώ, προμηθεύομαι, απολαβή, κατορθώνω, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί