Добыча στα ελληνικά

Μετάφραση: добыча, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγή, νταμάρι, αρπάζω, χαλώ, τσάντα, αιχμαλωτίζω, έπαθλο, τρόπαιο, βορά, βραβείο, κακομαθαίνω, ανάρρωση, παραχαϊδεύω, αιχμαλωσία, κύπελλο, λεία, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Добыча στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • добытчик στα ελληνικά - κτήτορας, getter
  • добыть στα ελληνικά - επιφέρω, αποκτώ, αποσπώ, βγάζω, παίρνω, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, ...
  • доверенность στα ελληνικά - μήνυμα, αυθεντία, ένταλμα, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, παραγγελία, δύναμη, ...
  • доверенный στα ελληνικά - έμπιστος, αξιόπιστους, αξιόπιστες, trusted, έμπιστο
Τυχαίες λέξεις
Добыча στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγή, νταμάρι, αρπάζω, χαλώ, τσάντα, αιχμαλωτίζω, έπαθλο, τρόπαιο, βορά, βραβείο, κακομαθαίνω, ανάρρωση, παραχαϊδεύω, αιχμαλωσία, κύπελλο, λεία, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή