Доверенность στα ελληνικά
Μετάφραση: доверенность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μήνυμα, αυθεντία, ένταλμα, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, παραγγελία, δύναμη, κύρος, παραγγέλλω, εξουσιοδότηση, εξουσία, παραγγελιοδόχος, αποστολή, άγγελμα, γράμμα, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- добыть στα ελληνικά - επιφέρω, αποκτώ, αποσπώ, βγάζω, παίρνω, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, ...
- добыча στα ελληνικά - παραγωγή, νταμάρι, αρπάζω, χαλώ, τσάντα, αιχμαλωτίζω, έπαθλο, ...
- доверенный στα ελληνικά - έμπιστος, αξιόπιστους, αξιόπιστες, trusted, έμπιστο
- доверие στα ελληνικά - πίστωση, αυτοπεποίθηση, πεποίθηση, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εχεμύθεια, εξάρτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Доверенность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μήνυμα, αυθεντία, ένταλμα, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, παραγγελία, δύναμη, κύρος, παραγγέλλω, εξουσιοδότηση, εξουσία, παραγγελιοδόχος, αποστολή, άγγελμα, γράμμα, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
Μεταφράσεις: μήνυμα, αυθεντία, ένταλμα, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, παραγγελία, δύναμη, κύρος, παραγγέλλω, εξουσιοδότηση, εξουσία, παραγγελιοδόχος, αποστολή, άγγελμα, γράμμα, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας