Дожарить στα ελληνικά
Μετάφραση: дожарить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρίδα, καβουρδίζω, τηγανίζω, ψήνω, καβουρντίζω, dozharit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дожаривать στα ελληνικά - μαρίδα, τηγανίζω, καβουρδίζω, καβουρντίζω, κάνω, ψήνω, dozharivat
- дожариваться στα ελληνικά - καβουρντίζω, τηγανίζω, μαρίδα, dozharivatsya
- дожариться στα ελληνικά - καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, dozharitsya
- дожать στα ελληνικά - τερματισμός, περατώνω, θερίζω, τελειώνω, τέλος, δόγη, Doge, ...
Τυχαίες λέξεις
Дожарить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρίδα, καβουρδίζω, τηγανίζω, ψήνω, καβουρντίζω, dozharit
Μεταφράσεις: μαρίδα, καβουρδίζω, τηγανίζω, ψήνω, καβουρντίζω, dozharit