Долезать στα ελληνικά
Μετάφραση: долезать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτάνω, Dolezal
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- долготерпение στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
- долевой στα ελληνικά - μερικός, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
- долезть στα ελληνικά - φτάνω, dolezt
- долетать στα ελληνικά - πετώ, μύγα, φθάσουν τα, επίτευξη των, την επίτευξη των, επιτευχθούν οι, φθάνουν στους
Τυχαίες λέξεις
Долезать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτάνω, Dolezal
Μεταφράσεις: φτάνω, Dolezal