Должность στα ελληνικά
Μετάφραση: должность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμός, συνάντηση, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, θώκος, διορισμός, τοποθεσία, δουλειά, ορισμός, χωρητικότητα, δοκάρι, ταχυδρομώ, καθίζω, κάθισμα, ραντεβού, τίτλος θέσης εργασίας, εργασίας τίτλος θέσης εργασίας, τίτλο εργασίας, επαγγελματική ιδιότητα, τον τίτλο εργασίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- должное στα ελληνικά - απαιτούμενος, πρέπων, φόρος, φόρο τιμής, αφιέρωμα, φόρος τιμής, αφιερώματος
- должностной στα ελληνικά - αξιωματικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
- должный στα ελληνικά - πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, ...
- доливание στα ελληνικά - συμπλήρωση, συμπληρωματικής κάλυψης, τη συμπλήρωση, συμπληρωματική κάλυψη, συμπληρωματικής προσφυγής
Τυχαίες λέξεις
Должность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμός, συνάντηση, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, θώκος, διορισμός, τοποθεσία, δουλειά, ορισμός, χωρητικότητα, δοκάρι, ταχυδρομώ, καθίζω, κάθισμα, ραντεβού, τίτλος θέσης εργασίας, εργασίας τίτλος θέσης εργασίας, τίτλο εργασίας, επαγγελματική ιδιότητα, τον τίτλο εργασίας
Μεταφράσεις: σταθμός, συνάντηση, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, θώκος, διορισμός, τοποθεσία, δουλειά, ορισμός, χωρητικότητα, δοκάρι, ταχυδρομώ, καθίζω, κάθισμα, ραντεβού, τίτλος θέσης εργασίας, εργασίας τίτλος θέσης εργασίας, τίτλο εργασίας, επαγγελματική ιδιότητα, τον τίτλο εργασίας