Доползать στα ελληνικά
Μετάφραση: доползать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπουσουλάω, σύρσιμο, σύρομαι, dopolzaet
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доплыть στα ελληνικά - κολυμπώ, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
- доподлинный στα ελληνικά - πραγματικός, απτός, αληθής, αληθινός, αυθεντικός, πρωτότυπος, καθαρός, ...
- доползти στα ελληνικά - μπουσουλάω, σύρομαι, σύρσιμο, σέρνομαι, ανίχνευσης, crawl, ανίχνευση, ...
- дополнение στα ελληνικά - αναβάτης, συμπλήρωμα, συμπληρώνω, ενίσχυση, συνοδεία, αναπληρωτής, add on, ...
Τυχαίες λέξεις
Доползать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπουσουλάω, σύρσιμο, σύρομαι, dopolzaet
Μεταφράσεις: μπουσουλάω, σύρσιμο, σύρομαι, dopolzaet