Доходчивый στα ελληνικά

Μετάφραση: доходчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευκρινής, σαφής, νοητός, κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, εύληπτο
Доходчивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доходный στα ελληνικά - πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
  • доходчивость στα ελληνικά - σαφήνεια, ευκρίνεια, διαύγεια, σαφήνειας, τη σαφήνεια, καθαρότητα
  • дохристианский στα ελληνικά - προχριστιανική, προχριστιανικό, προχριστιανικά, προχριστιανικής, προχριστιανικών
  • доцент στα ελληνικά - αναγνώστης, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, αναπληρωτή καθηγητή, Επίκουρη Καθηγήτρια
Τυχαίες λέξεις
Доходчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευκρινής, σαφής, νοητός, κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, εύληπτο