Дрель στα ελληνικά

Μετάφραση: дрель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσκηση, τριβελίζω, τροχός, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
Дрель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дрейфовать στα ελληνικά - κέλυφος, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
  • дрек στα ελληνικά - αρπαγή, τσιγκέλι, μικρή άγκυρα
  • дрема στα ελληνικά - νύστα, υπνάκος, Sandman, το Sandman, παραμυθάς
  • дремать στα ελληνικά - υπνάκος, χνούδι, υπνάκο, ΕΣΔ, ΝΑΡ, NAP
Τυχαίες λέξεις
Дрель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσκηση, τριβελίζω, τροχός, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο