Дышло στα ελληνικά
Μετάφραση: дышло, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καδρόνι, πάσσαλος, υποβάλλω, παλούκι, δοκός, άξονας, πίφερο, λιμάρω, γλώσσα, αχτίδα, κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дыхательный στα ελληνικά - αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
- дышать στα ελληνικά - αναπνέω, απορρέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
- дьявол στα ελληνικά - τελώνιο, δαίμονας, διάβολος, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
- дьяволенок στα ελληνικά - διαβολάκι, δαιμόνιο, imp, ΟΘΠ, ΟΜΠ
Τυχαίες λέξεις
Дышло στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καδρόνι, πάσσαλος, υποβάλλω, παλούκι, δοκός, άξονας, πίφερο, λιμάρω, γλώσσα, αχτίδα, κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων
Μεταφράσεις: καδρόνι, πάσσαλος, υποβάλλω, παλούκι, δοκός, άξονας, πίφερο, λιμάρω, γλώσσα, αχτίδα, κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων