Единичный στα ελληνικά
Μετάφραση: единичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύπαντρος, μονόκλινος, μονός, ασυντρόφευτος, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, σποραδικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- единение στα ελληνικά - αλληλεγγύη, αρμονία, σωματειακός, ενότητα, ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, ...
- единица στα ελληνικά - ένα, μία, ένας, μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ...
- единобожие στα ελληνικά - μονοθεϊσμός, μονοθεϊσμό, μονοθεϊσμού, το μονοθεϊσμό, μονοθεΐα
- единоборство στα ελληνικά - καταπολεμώ, αγώνας, μονομαχία, μάχη, ενιαίο αγώνα, ενιαίου αγώνα
Τυχαίες λέξεις
Единичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, μονόκλινος, μονός, ασυντρόφευτος, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, σποραδικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, μονόκλινος, μονός, ασυντρόφευτος, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, σποραδικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας