Единоборство στα ελληνικά
Μετάφραση: единоборство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπολεμώ, αγώνας, μονομαχία, μάχη, ενιαίο αγώνα, ενιαίου αγώνα
Μεταφράσεις
- единичный στα ελληνικά - ανύπαντρος, μονόκλινος, μονός, ασυντρόφευτος, μόνος, μοναχικός, απόκοσμος, ...
- единобожие στα ελληνικά - μονοθεϊσμός, μονοθεϊσμό, μονοθεϊσμού, το μονοθεϊσμό, μονοθεΐα
- единобрачие στα ελληνικά - μονογαμία, η μονογαμία, μονογαμίας, τη μονογαμία, μονογαμική
- единоверец στα ελληνικά - coreligionist
Τυχαίες λέξεις
Единоборство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, αγώνας, μονομαχία, μάχη, ενιαίο αγώνα, ενιαίου αγώνα
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, αγώνας, μονομαχία, μάχη, ενιαίο αγώνα, ενιαίου αγώνα